- χαράσσω
- Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω2. γράφω3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός μελλοντικού έργου (α. «ο δρόμος χαράχθηκε έτσι ώστε να μην διασχίζει την πόλη» β. «μεγάλην αὐτὴν [ενν. τὴν ἐκκλησίαν] ἐχάραξεν ὀλίγων ὄντων τῶν Χριστιανῶν ἐν τῇ πόλει», Μαρκ. Δ.)νεοελλ.1. τραβώ ευθείες γραμμές πάνω σε χαρτί με μολύβι ή πένα, χαρακώνω2. τραυματίζω κάποιον στο πρόσωπο ή στο σώμα με αιχμηρό αντικείμενο («ο δράστης τήν χάραξε στο πρόσωπο για να τήν φοβίσει»)3. μτφ. προσδιορίζω την κατεύθυνση («ύστερα από ουσιαστικό διάλογο με όλα τα κόμματα, η κυβέρνηση θα χαράξει την πολιτική και την τακτική της στον τομέα αυτό»)4. (ως τριτοπρόσ.) χαράζειαρχίζει να φέγγει η ημέρα, να ξημερώνει5. φρ. α) «χαράζω τον μύλο»(παλαιότερα) κάνω εγκοπές στη μυλόπετρα για το καλύτερο άλεσμα τού σιταριούβ) «μού χαράζει»μτφ. καταλαβαίνωγ) «χαράζω πορεία» — προσδιορίζω την πορεία για μένα ή για κάποιον άλλομσν.-αρχ.1. απαλείφω («ἐξήλειψεν, οὐκ ἐχαραξεν μόνον [ενν. ὁ Θεὸς] τὰ παραπτώματα», Ιωανν. Χρυσ.)2. διαλύω, σκορπίζω («ἐχάραξε λιπόσκιον ὄρθρος ὁμίχλην», Νόνν.)αρχ.1. κάνω ένα αντικείμενο αιχμηρό, τό οξύνω («ὅταν ῥινῶσι καὶ χαράττωσι τὰ σιδήρια καὶ τοὺς πριόνας», Αριστοτ.)2. τοποθετώ σφραγίδα σε ένα αντικείμενο, τό σφραγίζω3. (κυρίως σχετικά με ζώο) σημαδεύω με πυρακτωμένο σίδερο4. χτυπώ, πλήττω5. παριστάνω («ἁπαλὰν χάραξε Κύπριν», Ανακρεόντ.)6. (σχετικά με τη γη) ανοίγω αυλάκια («ἀρότρῳ... ἐπικνίζοντι χαράσσω χέρσον», Ανθ. Παλ.)7. (σχετικά με τη θάλασσα) διασχίζω ή διατρέχω μια υγρή επιφάνεια σχηματίζοντας αυλάκια («νήνεμον ἀκροτάτοισιν ὕδωρ ἐχάρασσον ἐρετμοῖς», Νόνν.)8. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω κάποιον («ἔρως ψυχὰς χαράσσει», Σοφ.)9. παθ. χαράσσομαι(κυρίως μτφ.) α) οργίζομαι με κάποιον, θυμώνωβ) λάμπω, αστράφτω με τεχνητά μέσα («ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται ὄμματος αὐγή», Ανθ. Παλ.)10. φρ. «τὸ χαραχθὲν νόμισμα» — νόμισμα με χαρακτή παράσταση στην επιφάνειά του (Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χαράσσω (< *χαρακjω) έχει σχηματιστεί από το ουρανικόληκτο θ. τού χάραξ, -ακος, με ενεστ. επίθημα -jω, ενώ το ουσ. χάραξ είναι ένας άγνωστης ετυμολ. σχηματισμός με επίθημα -αξ, το οποίο απαντά σε τεχνικούς όρους (πρβλ. κλίμ-αξ, πίν-αξ). Πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτό ότι το ουσ. χάραξ είναι αρχαιότερο από το ρ., μολονότι μαρτυρείται αργότερα από αυτό. Κατά μία άποψη, οι τ. ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ĝher- «τρίβω, σκαλίζω, χαράζω» και συνδέονται με τα λιθουαν. žeriu, žerti «τρίβω, σκαλίζω», žarstyti «σκαλίζω», καθώς και, κατ' άλλους, με το τοχαρ. Β kār(r)e «λάκκος» (πιθ. < IE *ghōro-s). Όσον αφορά τον σχηματισμό τών μεταρρηματικών παρ., όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις (πρβλ. φράσσω), το άηχο κλειστό -κ- τού θ. τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -γ- μπροστά από το έρρινο -μ- (πρβλ. χάραγμα, χαραγμή, χαραγμός). Τέλος, ο νεοελλ. τ. χαράζω έχει σχηματιστεί από τον αρχ. αόρ. ἐχάραξα, κατά το σχήμα έκραξα: κράζω].
Dictionary of Greek. 2013.